καρπολόγος — ο (Α καρπολόγος, ον) αυτός που συλλέγει καρπούς νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο καρπολόγος γεωργικό εργαλείο με το οποίο συλλέγονται οι καρποί τών ψηλών δένδρων αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ καρπολόγος τίτλος άρχοντος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) +… … Dictionary of Greek
καρπολόγοις — καρπόλογος gathering fruit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
καρπολογώ — (Α καρπολογῶ, έω) [καρπολόγος] συγκομίζω καρπούς νεοελλ. 1. (σχετικά με ωφέλεια) απολαμβάνω 2. συλλέγω τους καρπούς που απέμειναν μετά τον τρύγο, επικαρπολογώ* … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek